- εκατοστόλιτρο
- τομονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση με το ένα εκατοστό του λίτρου (σύμβολο cl).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκατοστόλιτρο — το μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το εκατοστό τού λίτρου … Dictionary of Greek